- επικλώθω
- (Α ἐπικλώθω) [κλώθω]. 1. κλώθω, γνέθω2. (για τις Μοίρες που κλώθουν το νήμα τής ζωής) προκαθορίζω, προαποφασίζω, προδιαγράφω («τοῡτο γὰρ λάχος διανταία Μοῑρ’ ἐπέκλωσεν ἐμπέδως ἔχειν», Αισχύλ.)3. (για θεούς) δίνω, παρέχω, προσφέρω («ἀλλ’ οὔ μοι τοιοῡτον ἐπέκλωσαν θεοὶ ὄλβον», Ομ. Οδ.)4. υφαίνω, πλέκω, δημιουργώ («ᾧ στέμματα ξήνασ’ ἐπέκλωσεν θεὰ ἔριν», Ευρ.)5. (το ουδ. τής μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ ἐπικεκλωσμένον ή τά ἐπικεκλωσμένατο πεπρωμένο, το μοιραίο, η ειμαρμένη.
Dictionary of Greek. 2013.